-
1 κόμμα
κόμμα, τό, das Geschlagene, der Schlag, das Gepräge einer Münze, u. überhaupt ein eingeschlagenes Zeichen; χαλκίοις κοπεῖσι τῷ κακίστῳ κόμματι Ar. Ran. 725; – übertr., ἀνήρ, ἔοικε δ' εἶναι τοῦ πονηροῦ κόμματος, von schlechtem Schlage, Plut. 862, vgl. 956; ἴδιοί τινές σου (ϑεοὶ) κόμμα, καινόν Ran. 890; – Sp., οἱ τοῦ νομίσματος τὸ κόμμα μεταχειριζόμενοι D. Cass. 54, 26. – Abfall des Getreides beim Dreschen, Spreu, Din. bei Harpocr. – Einschnitt, Abschnitt, Sp. Bes. bei den Rhetoren, Glied eines Satzes, wie κῶλον, aber kürzer, nach Hermogen. nur 2- bis 6sylbig.
См. также в других словарях:
χαλκίον — και χαλκεῑον, τὸ, Α [χαλκός] 1. σκεύος κατασκευασμένο από χαλκό 2. κύμβαλο 3. κοίλο χάλκινο ηλιακό ρολόι 4. είδος χάλκινου νομίσματος («τούτοις τοῑς πονηροῑς χαλκίοις, χθές τε καὶ πρώην κοπεῑσι τῷ κακίστῳ κόμματι», Αριστοφ.) 5. χάλκινο εισιτήριο… … Dictionary of Greek